ισχιάζω

ισχιάζω
ἰσχιάζω (ΑΜ) [ισχίον]
1. περπατώ κουνώντας υπερβολικά τους γοφούς, κουνιέμαι
2. (παθ. για επίδεσμο) ἰσχιάζομαι
χωρίζομαι, όπως τα ισχία το ένα από το άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἰσχιασθέντα — ἰσχιάζω move the hips aor part pass neut nom/voc/acc pl ἰσχιάζω move the hips aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχιάζειν — ἰσχιάζω move the hips pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχιάζουσα — ἰσχιάζω move the hips pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχιάζων — ἰσχιάζω move the hips pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχιάσαντι — ἰσχιάζω move the hips aor part act masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισχίαση — η (Α ἰσχίασις) [ισχιάζω] η ισχιαλγία …   Dictionary of Greek

  • ισχίο — το (ΑΜ ἰσχίον) το τμήμα τού σώματος στο οποίο συνδέεται το κάτω άκρο με τη λεκάνη, γοφός νεοελλ. 1. ζωολ. το μεσαίο τμήμα τού αρθρωτού άκρου τών εντόμων το οποίο αρθρώνεται με τον θώρακα και με τον τροχαντήρα 2. ναυτ. το τμήμα τού σκάφους από την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”